-
1 снять
снять 1) βγάζω, αφαιρώ; σηκώνω· \снять шляпу βγάζω το καπέλο 2) (урожай и т. л.) σοδιάζω, συγκομίζω 3) (отменить) καταργώ* ακυρώνω, παραγράφω (выговор и т. η.) 4) (освободить, устранить) απολύω, παύω 5) (помещение) νοικιάζω 6) фото τραβώ φωτογραφία, φωτογραφίζω 7) кино γυρίζω ταινία ◇ \снять мерку παίρνω τα μέτρα \сняться 1) βγάζω φωτογραφία; —ся в кино παίζω στον κινηματογράφο 2): \сняться с Якоря σαλπάρω, σηκώνω άγκυρα* * *1) βγάζω, αφαιρώ; σηκώνωснять шля́пу — βγάζω το καπέλο
2) (урожай и т. п.) σοδιάζω, συγκομίζω3) ( отменить) καταργώ; ακυρώνω, παραγράφω (выговор и т. п.)4) (освободить, устранить) απολύω, παύω5) ( помещение) νοικιάζω6) фото τραβώ φωτογραφία, φωτογραφίζω7) кино γυρίζω ταινία••снять ме́рку — παίρνω τα μέτρα
-
2 шляпа
шляпа ж το καπέλο; надеть (снять) \шляпау βάζω (βγάζω) το καπέλο μου* * *жτο καπέλοнаде́ть (снять) шля́пу — βάζω (βγάζω) το καπέλο μου
-
3 обнажить
-жу, -жшдь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обнаженный, βρ: -жн, -жена, -женоρ.σ.μ.1. γδύνω, ξεντύνω, (απο)γυμνώνω, (ξε)γυμνώνω•обнажить грудь ξεγυμνώνω το στήθος•
обнажить ребнка ξεντύνω το παιδάκι•
обнажить голову αποκαλύπτομαι, βγάζω το καπέλο.
2. (για φυτά) στερώ του φυλλώματος.3. αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, βγάζω έξω•обнажить корни дерева βγάζω έξω τις ρίζες του δέντρου.
|| μτφ. φανερώνω, βγάζω στα φόρα.4. ξιφουλκώ, ξεσπαθώνω, γυμνώνω το ξίφος• ξεθηκαρώνω;5. μτφ. αφήνω ακάλυπτο, απροστάτευτο εκθέτω σε κίνδυνο•обнажить фланг αφήνω ακάλυπτο το πλευρό.
1. (απο)γυμνώνομαι, ξεγυμνώνομαι• ξεντύνομαι.2. (για φυτά) στερούμαι του φυλλώματος.3. (για τόπο) στερούμαι φυτών.4. φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα.5. μτφ. μένω ακάλυπτος, απροστάτευτος• εκτίθεμαι σε κίνδυνο•фронт -лся το μέτωπο έμεινε ακάλυπτο.
См. также в других словарях:
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
καπέλο — το 1. κάλυμμα τού κεφαλιού, πίλος 2. αύξηση τής τιμής προϊόντος πέρα από το νόμιμο για κερδοσκοπία 3. φρ. «τού βγάζω το καπέλο» τόν αναγνωρίζω ως καλύτερο, τόν σέβομαι και τόν εκτιμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capello] … Dictionary of Greek
αποκαλύπτω — (AM ἀποκαλύπτω) 1. αφαιρώ το κάλυμμα, ξεσκεπάζω 2. φανερώνω, παρουσιάζω 3. εκμυστηρεύομαι σε κάποιον κάτι νεοελλ. Ι. φέρνω στην επιφάνεια, βγάζω στη φόρα II. ( ομαι) 1. βγάζω το καπέλο μου 2. φρ. «αποκαλύπτομαι μπροστά σε κάποιον» σέβομαι κάποιον … Dictionary of Greek
ξεκαπελώνω — ξεκαπέλωσα, ξεκαπελώθηκα, ξεκαπελωμένος, αφαιρώ, βγάζω το καπέλο κάποιου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεσκουφώνω — 1. αφαιρώ τον σκούφο, το καπέλο, το κάλυμμα τής κεφαλής κάποιου 2. (συν. το μέσ.) ξεσκουφώνομαι βγάζω τον σκούφο μου, το καπέλο μου, αποκαλύπτομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + σκούφος] … Dictionary of Greek
βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω … Dictionary of Greek